- καταιβάτης
- καταιβάτης, ὁ θηλ. καταιβάτις (Α)1. (ως επίθ. τού Διός) αυτός που κατεβαίνει με βροντές και αστραπές2. (ως επίθ. τού Ερμή) αυτός που οδηγεί τις ψυχές στον Άδη3. (επίθ. τού Αχέροντα) αυτός που κατεβαίνει κάτω από τη γη με καταβόθρα5. (για πρόσ.) αυτός που κατεβαίνει κάτω από τη γη6. στον πληθ. οἱ καταιβάταιμέλη θιάσου, λάτρεις τού Διονύσου7. το θηλ. α) απότομη, απόκρημνη, κατωφερήςβ) αυτή που κατεβάζει («σελήνην καταιβάτις» — αυτή που κατεβάζει με μάγια το φεγγάρι).[ΕΤΥΜΟΛ. < καταί (ποιητ. τ. τού κατά) + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. επι-βάτης, παρα-βάτης].
Dictionary of Greek. 2013.